- περιφθινύθω
- Ακαταστρέφομαι τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φθινύθω, ποιητ. τ, τού φθίω «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιπεριφθινύθω — ἀμφιπεριφθινύθω (Α) φθείρομαι εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιφθινύθω «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek